εὔχε' — εὔχει , εὔχομαι pray pres ind mp 2nd sg εὔχεο , εὔχομαι pray imperf ind mp 2nd sg (epic doric ionic aeolic) εὔχεο , εὔχομαι pray pres imperat mp 2nd sg (epic doric ionic aeolic) εὔχεαι , εὔχομαι pray pres ind mp 2nd sg (epic ionic) εὔχεο ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλυτότοξος — κλυτότοξος, ον (Α) ονομαστός για το τόξο του, ένδοξος τοξότης («εὔχεο δ Ἀπόλλωνι λυκηγενέι, κλυτοτόξω», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλυτός + τοξος (< τόξον), πρβλ. αργυρό τοξος, χρυσό τοξος] … Dictionary of Greek
λυκηγενής — Προσωνυμία του Απόλλωνα ως προστάτη και εθνικού θεού του ηγεμόνα της Λυκίας, Λυκάονα Πάνδαρου, ο οποίος είχε βοηθήσει τους Τρώες. * * * λυκηγενής, ές (Α) (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Λυκηγενής προσωνυμία τού Απόλλωνος, ως θεού τού φωτός ή, κατ άλλους … Dictionary of Greek